- ἅπεδον
- ἄπεδον , ἄπεδοςlevelmasc/fem acc sgἄπεδον , ἄπεδοςlevelneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄπεδον — ἄπεδος level masc/fem acc sg ἄπεδος level neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπεδος — ἄπεδος, ον (Α) 1. πεδινός, επίπεδος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄπεδον η επίπεδη επιφάνεια, η πεδιάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α αθροιστ. + πέδον «έδαφος, γη»] … Dictionary of Greek